- πουνιάζειν
- Α [πούνιον](κατά τον Ησύχ.) «παιδικοῑς χρῆσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
пыня — м., ж. чванливый, надутый человек , ср. лит. pūnė̃ тупой конец яйца , лтш. puns, pune возвышение, шишка , раunа череп , греч. (лакон.) πουνιάζειν ̇ παιδικοῖς χρῆσθαι (Гесихий), др. инд. рūlаs связка (М.–Э. 3, 128; Буга, РФВ 67, 243). Напротив,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πύννος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και… … Dictionary of Greek